-
1 ἐπιστημονικός
A capable of knowledge,τὸ ἐ. τῆς ψυχῆς Arist.de An. 431b27
; opp. βουλευτικός, Id.MM 1196b17, cf. EN 1139a12;θεὸς.. πάντων-ώτατον Id.Fr.10
(=S.E.M.9.21): [comp] Comp. , Ph.Fr.70 H.II. of or for science, scientific, ; ὁ ὁρισμὸς - κός (v.l. -κόν) Id.Metaph. 1039b32;ἀποδείξεις Id.AP0.75a30
; συλλογισμός ib.71b18;αἴσθησις Phld.Mus.p.11
K.;λόγοι Gal.UP12.6
;ἐπίγνωσις Theol.Ar.17
; οὐκ ἦν εὔλογον οὐδ' ἐ. ib.58: [comp] Sup.- ώτατον, ἔργον [ὁ κόσμος] Ph.2.217. Adv. , Ph.2.417.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστημονικός
См. также в других словарях:
εύλογος — η, ο (ΑΜ εὔλογος, ον) 1. αυτός που έχει καλό, ισχυρό λόγο, δηλ. καλή κρίση, ο λογικός, ο συνετός («εὐλογα νουθετήματα», Αισχύλ.) 2. αυτός που φαίνεται πιθανός, πιθανοφανής, αληθοφανής («διὰ σημείων εὐλόγων», Φιλόδ.) 3. ο ορθός, ο σωστός (α.… … Dictionary of Greek